καμπυλόγραμμο

καμπυλόγραμμο
Σχεδιαστικό όργανο κατασκευασμένο από ξύλο, πλαστικό ή μέταλλο, στο περίγραμμα και στο εσωτερικό του οποίου παρουσιάζεται τόξο με πολύ διαφορετικές καμπυλότητες. Χρησιμοποιείται από τους σχεδιαστές για τη χάραξη καμπυλών διαφορετικών από την περιφέρεια κύκλου. Τα κ. μεταβλητής καμπυλότητας περιλαμβάνουν ρυθμίσεις για τη μεταβολή του σχήματός τους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καμπυλόγραμμος — η, ο (Α καμπυλόγραμμος, ον) (για σχήματα και επιφάνειες) αυτός που έχει καμπύλες γραμμές ή που περατώνεται σε καμπύλες γραμμές νεοελλ. 1. αυτός που σχηματίζεται με καμπύλες γραμμές ή που γίνεται κατά καμπύλη γραμμή («καμπυλόγραμμο τρίγωνο»,… …   Dictionary of Greek

  • καμπυλογράφος — ὁ όργανο, από ξύλινο ή διαφανές χαρτί, το οποίο χρησιμοποιείται για τη σχεδίαση καμπύλων γραμμών, αλλ. καμπυλόγραμμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < καμπύλη + γραφος (< γράφω), πρβλ. λεξικο γράφος, παντο γράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Γρηγ. Αλ.… …   Dictionary of Greek

  • άμαξα και άρμα — Δύο πανάρχαια μέσα συγκοινωνίας, γνωστά με διάφορες παραλλαγές σχεδόν σε όλους τους λαούς. Η ά. γεννήθηκε από την προσαρμογή στο έλκηθρο (που ήταν γνωστό από το 7000 π.Χ.) του τροχού, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά ως βιοτεχνικό και… …   Dictionary of Greek

  • βικτοριανός ρυθμός — Καλλιτεχνικό ρεύμα στον χώρο της αρχιτεκτονικής, της διακόσμησης και των επίπλων. Την ονομασία του αυτή οφείλει στην περίοδο (1835 85) κατά την οποία επικράτησε, περίοδος που συμπίπτει με το διάστημα της βασιλείας (1837 1901) της βασίλισσας… …   Dictionary of Greek

  • Ινδονησία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδονησίας Έκταση: 1.919.440 τ. χλμ. Πληθυσμός: 228.437.870 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Τζακάρτα (8.389.443 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Έχει χερσαία σύνορα (σε διαφορετικά νησιά) με τη… …   Dictionary of Greek

  • Λέρνα ή Λέρνη — Αρχαία παραθαλάσσια τοποθεσία της Αργολίδας, περίπου 7 χλμ. Ν του Άργους, στη θέση του σημερινού οικισμού Μύλοι, στις ανατολικές υπώρειες του όρους Ποντίνου. Ήταν φημισμένη στην αρχαιότητα για τα άφθονα νερά της, τα οποία τροφοδοτούν την αργολική …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”